φιλόχριστος

φιλόχριστος
ος , ον благочестивый, набожный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φιλόχριστος" в других словарях:

  • φιλόχριστος — loving Christ masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόχριστος — η, ο / φιλόχριστος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τον Χριστό, ευσεβής χριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Χριστός (πρβλ. ἀντί χριστος, ψευδό χριστος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόχριστος — η, ο αυτός που αγαπάει το Χριστό, ευσεβής χριστιανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοχριστότερον — φιλόχριστος loving Christ adverbial comp φιλόχριστος loving Christ masc acc comp sg φιλόχριστος loving Christ neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστως — φιλόχριστος loving Christ adverbial φιλόχριστος loving Christ masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόχριστον — φιλόχριστος loving Christ masc/fem acc sg φιλόχριστος loving Christ neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχριστότατε — φιλόχριστος loving Christ masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστοιο — φιλόχριστος loving Christ masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστοις — φιλόχριστος loving Christ masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστου — φιλόχριστος loving Christ masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρίστους — φιλόχριστος loving Christ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»